- απαιώρημα
- ἀπαιώρημα, το (Α)ορθοπεδική ταινία η οποία κρέμεται από τον λαιμό και υποβαστάζει σπασμένο χέρι, είδος νάρθηκα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀπαιώρημα — holder neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαιωρήματα — ἀπαιώρημα holder neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)